Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
View word page
συναλίζω
to bring together, collect
ShortDef
to bring together, collect
eat salt with, eat at the same table with
Debugging
Headword:
συναλίζω
Headword (normalized):
συναλίζω
Headword (normalized/stripped):
συναλιζω
IDX:
83821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83822
Key:
Data
{'content': 'to bring together, collect'}