Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
View word page
συνάλθομαι
heal up
ShortDef
heal up
Debugging
Headword:
συνάλθομαι
Headword (normalized):
συνάλθομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλθομαι
IDX:
83820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83821
Key:
Data
{'content': 'heal up'}