Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
View word page
συναλητεύω
wander about with

ShortDef

wander about with

Debugging

Headword:
συναλητεύω
Headword (normalized):
συναλητεύω
Headword (normalized/stripped):
συναλητευω
IDX:
83819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83820
Key:

Data

{'content': 'wander about with'}