Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
View word page
συναληθεύω
to be true together

ShortDef

to be true together

Debugging

Headword:
συναληθεύω
Headword (normalized):
συναληθεύω
Headword (normalized/stripped):
συναληθευω
IDX:
83818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83819
Key:

Data

{'content': 'to be true together'}