Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
View word page
συναλέω
grind together

ShortDef

grind together

Debugging

Headword:
συναλέω
Headword (normalized):
συναλέω
Headword (normalized/stripped):
συναλεω
IDX:
83817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83818
Key:

Data

{'content': 'grind together'}