Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
View word page
συναλείφω
to smear
ShortDef
to smear
Debugging
Headword:
συναλείφω
Headword (normalized):
συναλείφω
Headword (normalized/stripped):
συναλειφω
IDX:
83816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83817
Key:
Data
{'content': 'to smear'}