Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
View word page
συνάλειμμα
salve
ShortDef
salve
Debugging
Headword:
συνάλειμμα
Headword (normalized):
συνάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
συναλειμμα
IDX:
83814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83815
Key:
Data
{'content': 'salve'}