Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
View word page
συναλέγω
honour together

ShortDef

honour together

Debugging

Headword:
συναλέγω
Headword (normalized):
συναλέγω
Headword (normalized/stripped):
συναλεγω
IDX:
83813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83814
Key:

Data

{'content': 'honour together'}