Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτέος
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
View word page
συναλγέω
to share in suffering, sympathise
ShortDef
to share in suffering, sympathise
Debugging
Headword:
συναλγέω
Headword (normalized):
συναλγέω
Headword (normalized/stripped):
συναλγεω
IDX:
83808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83809
Key:
Data
{'content': 'to share in suffering, sympathise'}