Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτέος
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
View word page
συναλαλάζω
to cry aloud together

ShortDef

to cry aloud together

Debugging

Headword:
συναλαλάζω
Headword (normalized):
συναλαλάζω
Headword (normalized/stripped):
συναλαλαζω
IDX:
83806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83807
Key:

Data

{'content': 'to cry aloud together'}