Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτέος
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συναλέγω
View word page
συνακτήριον
assembly
ShortDef
assembly
Debugging
Headword:
συνακτήριον
Headword (normalized):
συνακτήριον
Headword (normalized/stripped):
συνακτηριον
IDX:
83803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83804
Key:
Data
{'content': 'assembly'}