Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγυιεύς
ἀγυιοπλαστέω
ἄγυιος
Ἄγυλλα
Ἀγυλλαῖοι
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἀγύναιξ
ἄγυνος
ἄγυρις
ἀγυρισμός
ἄγυρμα
ἀγυρτάζω
ἀγυρτεία
ἀγυρτεύω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγυρτός
ἄγυψος
ἀγχάζω
Ἀγχάρης
View word page
ἀγυρισμός
collection

ShortDef

collection

Debugging

Headword:
ἀγυρισμός
Headword (normalized):
ἀγυρισμός
Headword (normalized/stripped):
αγυρισμος
IDX:
837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-838
Key:

Data

{'content': 'collection'}