Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτέος
View word page
συνακολουθέω
to follow closely, to accompany
ShortDef
to follow closely, to accompany
Debugging
Headword:
συνακολουθέω
Headword (normalized):
συνακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνακολουθεω
IDX:
83791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83792
Key:
Data
{'content': 'to follow closely, to accompany'}