Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
View word page
συνακμάζω
to bloom at the same time

ShortDef

to bloom at the same time

Debugging

Headword:
συνακμάζω
Headword (normalized):
συνακμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνακμαζω
IDX:
83789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83790
Key:

Data

{'content': 'to bloom at the same time'}