Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεντίθημι
ἀντεξάγω
ἀντεξαίρω
ἀντεξαιτέω
ἀντεξανίσταμαι
ἀντεξαπατάω
ἀντέξαρμα
ἀντέξειμι
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξέτασις
ἀντεξεταστέον
ἀντεξεταστικός
ἀντεξήγησις
ἀντεξηγητής
ἀντεξιππεύω
ἀντεξισάζω
ἀντεξίσταμαι
ἀντέξοδος
ἀντεξορμάω
View word page
ἀντεξετάζω
to try

ShortDef

to try

Debugging

Headword:
ἀντεξετάζω
Headword (normalized):
ἀντεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
αντεξεταζω
IDX:
8378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8379
Key:

Data

{'content': 'to try'}