Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
View word page
συνακαταληπτέομαι
to be incomprehensible together
ShortDef
to be incomprehensible together
Debugging
Headword:
συνακαταληπτέομαι
Headword (normalized):
συνακαταληπτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνακαταληπτεομαι
IDX:
83788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83789
Key:
Data
{'content': 'to be incomprehensible together'}