Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
View word page
σύναιχμος
allied with, an ally

ShortDef

allied with, an ally

Debugging

Headword:
σύναιχμος
Headword (normalized):
σύναιχμος
Headword (normalized/stripped):
συναιχμος
IDX:
83785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83786
Key:

Data

{'content': 'allied with, an ally'}