Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
View word page
συναιχμάλωτος
a fellow-prisoner

ShortDef

a fellow-prisoner

Debugging

Headword:
συναιχμάλωτος
Headword (normalized):
συναιχμάλωτος
Headword (normalized/stripped):
συναιχμαλωτος
IDX:
83784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83785
Key:

Data

{'content': 'a fellow-prisoner'}