Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
View word page
συναιχμάζω
to fight with
ShortDef
to fight with
Debugging
Headword:
συναιχμάζω
Headword (normalized):
συναιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
συναιχμαζω
IDX:
83782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83783
Key:
Data
{'content': 'to fight with'}