Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
View word page
συναίτιος
being the cause of a thing jointly with another
ShortDef
being the cause of a thing jointly with another
Debugging
Headword:
συναίτιος
Headword (normalized):
συναίτιος
Headword (normalized/stripped):
συναιτιος
IDX:
83781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83782
Key:
Data
{'content': 'being the cause of a thing jointly with another'}