Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
View word page
συναιτιάομαι
to accuse along with

ShortDef

to accuse along with

Debugging

Headword:
συναιτιάομαι
Headword (normalized):
συναιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναιτιαομαι
IDX:
83780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83781
Key:

Data

{'content': 'to accuse along with'}