Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
View word page
συναιτέω
demand together with

ShortDef

demand together with

Debugging

Headword:
συναιτέω
Headword (normalized):
συναιτέω
Headword (normalized/stripped):
συναιτεω
IDX:
83779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83780
Key:

Data

{'content': 'demand together with'}