Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
View word page
συναισχύνω
begrime, soil at the same time
ShortDef
begrime, soil at the same time
Debugging
Headword:
συναισχύνω
Headword (normalized):
συναισχύνω
Headword (normalized/stripped):
συναισχυνω
IDX:
83778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83779
Key:
Data
{'content': 'begrime, soil at the same time'}