Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
View word page
συναΐσσω
hasten together

ShortDef

hasten together

Debugging

Headword:
συναΐσσω
Headword (normalized):
συναΐσσω
Headword (normalized/stripped):
συναισσω
IDX:
83777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83778
Key:

Data

{'content': 'hasten together'}