Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
View word page
συναισθητικός
by way of συναίσθησις

ShortDef

by way of συναίσθησις

Debugging

Headword:
συναισθητικός
Headword (normalized):
συναισθητικός
Headword (normalized/stripped):
συναισθητικος
IDX:
83776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83777
Key:

Data

{'content': 'by way of συναίσθησις'}