Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
View word page
συναιρέω
to grasp

ShortDef

to grasp

Debugging

Headword:
συναιρέω
Headword (normalized):
συναιρέω
Headword (normalized/stripped):
συναιρεω
IDX:
83771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83772
Key:

Data

{'content': 'to grasp'}