Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντενίστημι
ἀντενοικίζω
ἀντεντίθημι
ἀντεξάγω
ἀντεξαίρω
ἀντεξαιτέω
ἀντεξανίσταμαι
ἀντεξαπατάω
ἀντέξαρμα
ἀντέξειμι
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξέτασις
ἀντεξεταστέον
ἀντεξεταστικός
ἀντεξήγησις
ἀντεξηγητής
ἀντεξιππεύω
ἀντεξισάζω
ἀντεξίσταμαι
View word page
ἀντεξελαύνω
to drive, ride, sail out against
ShortDef
to drive, ride, sail out against
Debugging
Headword:
ἀντεξελαύνω
Headword (normalized):
ἀντεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
αντεξελαυνω
IDX:
8376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8377
Key:
Data
{'content': 'to drive, ride, sail out against'}