Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναιθύσσω
σύναιμος
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
View word page
συναίρεσις
taking
ShortDef
taking
Debugging
Headword:
συναίρεσις
Headword (normalized):
συναίρεσις
Headword (normalized/stripped):
συναιρεσις
IDX:
83766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83767
Key:
Data
{'content': 'taking'}