Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναίγδην
συναιθριάζω
συναιθύσσω
σύναιμος
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
View word page
συναίνυμαι
to take up

ShortDef

to take up

Debugging

Headword:
συναίνυμαι
Headword (normalized):
συναίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συναινυμαι
IDX:
83764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83765
Key:

Data

{'content': 'to take up'}