Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναθύρω
συναΐγδην
συναίγδην
συναιθριάζω
συναιθύσσω
σύναιμος
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
View word page
συναινίττομαι
allude to

ShortDef

allude to

Debugging

Headword:
συναινίττομαι
Headword (normalized):
συναινίττομαι
Headword (normalized/stripped):
συναινιττομαι
IDX:
83762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83763
Key:

Data

{'content': 'allude to'}