Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναθροισμός
συναθροιστής
συναθροιστικός
συναθύρω
συναΐγδην
συναίγδην
συναιθριάζω
συναιθύσσω
σύναιμος
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
View word page
συναινετέον
one must assent to

ShortDef

one must assent to

Debugging

Headword:
συναινετέον
Headword (normalized):
συναινετέον
Headword (normalized/stripped):
συναινετεον
IDX:
83759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83760
Key:

Data

{'content': 'one must assent to'}