Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
συνάθροισμα
View word page
συναδόλεσχος
companion

ShortDef

companion

Debugging

Headword:
συναδόλεσχος
Headword (normalized):
συναδόλεσχος
Headword (normalized/stripped):
συναδολεσχος
IDX:
83738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83739
Key:

Data

{'content': 'companion'}