Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
View word page
συνάδελφος
one that has a brother

ShortDef

one that has a brother

Debugging

Headword:
συνάδελφος
Headword (normalized):
συνάδελφος
Headword (normalized/stripped):
συναδελφος
IDX:
83734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83735
Key:

Data

{'content': 'one that has a brother'}