Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
View word page
συναγωνίζομαι
to contend along with, to share in a contest
ShortDef
to contend along with, to share in a contest
Debugging
Headword:
συναγωνίζομαι
Headword (normalized):
συναγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναγωνιζομαι
IDX:
83731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83732
Key:
Data
{'content': 'to contend along with, to share in a contest'}