Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
View word page
συναγωνιάω
to share in the anxiety

ShortDef

to share in the anxiety

Debugging

Headword:
συναγωνιάω
Headword (normalized):
συναγωνιάω
Headword (normalized/stripped):
συναγωνιαω
IDX:
83730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83731
Key:

Data

{'content': 'to share in the anxiety'}