Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
View word page
συναγωγή
a bringing together, assembling; meeting place, synagogue
ShortDef
a bringing together, assembling; meeting place, synagogue
Debugging
Headword:
συναγωγή
Headword (normalized):
συναγωγή
Headword (normalized/stripped):
συναγωγη
IDX:
83727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83728
Key:
Data
{'content': 'a bringing together, assembling; meeting place, synagogue'}