Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
View word page
συναγχικός
affected with a throat infection

ShortDef

affected with a throat infection

Debugging

Headword:
συναγχικός
Headword (normalized):
συναγχικός
Headword (normalized/stripped):
συναγχικος
IDX:
83724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83725
Key:

Data

{'content': 'affected with a throat infection'}