Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
View word page
συναγυρτός
collected

ShortDef

collected

Debugging

Headword:
συναγυρτός
Headword (normalized):
συναγυρτός
Headword (normalized/stripped):
συναγυρτος
IDX:
83721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83722
Key:

Data

{'content': 'collected'}