Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
View word page
συναγυρμός
bringing together, collecting

ShortDef

bringing together, collecting

Debugging

Headword:
συναγυρμός
Headword (normalized):
συναγυρμός
Headword (normalized/stripped):
συναγυρμος
IDX:
83720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83721
Key:

Data

{'content': 'bringing together, collecting'}