Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνάγκεια
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
View word page
συναγορεύω
to join in advocating, advocate the same

ShortDef

to join in advocating, advocate the same

Debugging

Headword:
συναγορεύω
Headword (normalized):
συναγορεύω
Headword (normalized/stripped):
συναγορευω
IDX:
83714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83715
Key:

Data

{'content': 'to join in advocating, advocate the same'}