Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
View word page
συνάγνυμι
to break together, break to pieces, shiver, shatter

ShortDef

to break together, break to pieces, shiver, shatter

Debugging

Headword:
συνάγνυμι
Headword (normalized):
συνάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συναγνυμι
IDX:
83709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83710
Key:

Data

{'content': 'to break together, break to pieces, shiver, shatter'}