Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
View word page
συναγνοέω
to be ignorant with

ShortDef

to be ignorant with

Debugging

Headword:
συναγνοέω
Headword (normalized):
συναγνοέω
Headword (normalized/stripped):
συναγνοεω
IDX:
83708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83709
Key:

Data

{'content': 'to be ignorant with'}