Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναγγία
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικός
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγραυλέω
συναγρεύω
View word page
σύναγμα
collection, concretion

ShortDef

collection, concretion

Debugging

Headword:
σύναγμα
Headword (normalized):
σύναγμα
Headword (normalized/stripped):
συναγμα
IDX:
83706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83707
Key:

Data

{'content': 'collection, concretion'}