Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμψυχος
σύν
συναβολέω
συναγάλλομαι
συναγανακτέω
συναγανάκτησις
συναγαπάω
συναγγέλλω
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
View word page
συναγείρω
to gather together, assemble

ShortDef

to gather together, assemble

Debugging

Headword:
συναγείρω
Headword (normalized):
συναγείρω
Headword (normalized/stripped):
συναγειρω
IDX:
83697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83698
Key:

Data

{'content': 'to gather together, assemble'}