Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμψιθυρίζω
συμψιλόω
συμψοφέω
συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
συναγάλλομαι
συναγανακτέω
συναγανάκτησις
συναγαπάω
συναγγέλλω
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
συναγιάζω
συναγινέω
View word page
συναγαπάω
to love along with

ShortDef

to love along with

Debugging

Headword:
συναγαπάω
Headword (normalized):
συναγαπάω
Headword (normalized/stripped):
συναγαπαω
IDX:
83693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83694
Key:

Data

{'content': 'to love along with'}