Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμψηφολογέω
σύμψηφος
συμψιθυρίζω
συμψιλόω
συμψοφέω
συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
συναγάλλομαι
συναγανακτέω
συναγανάκτησις
συναγαπάω
συναγγέλλω
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγερμός
View word page
συναγανακτέω
to be vexed along with

ShortDef

to be vexed along with

Debugging

Headword:
συναγανακτέω
Headword (normalized):
συναγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
συναγανακτεω
IDX:
83691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83692
Key:

Data

{'content': 'to be vexed along with'}