Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμψάω
συμψέλια
συμψελλίζω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
συμψηφιστής
συμψηφολογέω
σύμψηφος
συμψιθυρίζω
συμψιλόω
συμψοφέω
συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
συναγάλλομαι
συναγανακτέω
συναγανάκτησις
συναγαπάω
συναγγέλλω
συνάγγελος
View word page
συμψοφέω
to make a noise together

ShortDef

to make a noise together

Debugging

Headword:
συμψοφέω
Headword (normalized):
συμψοφέω
Headword (normalized/stripped):
συμψοφεω
IDX:
83685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83686
Key:

Data

{'content': 'to make a noise together'}