Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμφωνος
συμφωνούντως
συμφωτίζομαι
σύμψαλμα
σύμψαυσις
συμψαύω
συμψάω
συμψέλια
συμψελλίζω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
συμψηφιστής
συμψηφολογέω
σύμψηφος
συμψιθυρίζω
συμψιλόω
συμψοφέω
συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
View word page
συμψηφίζω
to reckon together, count up
ShortDef
to reckon together, count up
Debugging
Headword:
συμψηφίζω
Headword (normalized):
συμψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
συμψηφιζω
IDX:
83679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83680
Key:
Data
{'content': 'to reckon together, count up'}