Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφώνημα
συμφώνησις
συμφωνία
συμφωνιακός
συμφωνικός
σύμφωνος
συμφωνούντως
συμφωτίζομαι
σύμψαλμα
σύμψαυσις
συμψαύω
συμψάω
συμψέλια
συμψελλίζω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
συμψηφιστής
συμψηφολογέω
σύμψηφος
συμψιθυρίζω
συμψιλόω
View word page
συμψαύω
to touch one another

ShortDef

to touch one another

Debugging

Headword:
συμψαύω
Headword (normalized):
συμψαύω
Headword (normalized/stripped):
συμψαυω
IDX:
83674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83675
Key:

Data

{'content': 'to touch one another'}