Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφώνημα
συμφώνησις
συμφωνία
συμφωνιακός
συμφωνικός
σύμφωνος
συμφωνούντως
συμφωτίζομαι
View word page
σύμφυτος
born with one, congenital, innate, natural, inborn, inbred

ShortDef

born with one, congenital, innate, natural, inborn, inbred

Debugging

Headword:
σύμφυτος
Headword (normalized):
σύμφυτος
Headword (normalized/stripped):
συμφυτος
IDX:
83661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83662
Key:

Data

{'content': 'born with one, congenital, innate, natural, inborn, inbred'}